ανθέρικος

ανθέρικος
ἀνθέρικος, ο (Α) [αθήρ]
1. ο μίσχος, το κοτσάνι διαφόρων φυτών και ειδικά του ασφόδελου
2. το άνθος, ο καρπός ή το καλάμι του ασφόδελου
3. το φυτό ασφόδελος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνθέρικος — ἀνθέριξ masc gen sg ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθερίκοιο — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθερίκοισι — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθερίκοισιν — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθερίκου — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθερίκους — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθερίκῳ — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθέρικον — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Венечник — лилиаго ( …   Википедия

  • ανθέριξ — ἀνθέριξ, ο (Α) [αθήρ] η άκρη του σταχιού των δημητριακών, ο αθέρας 2. το ίδιο το στάχι 3. ο ανθέρικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”